συχνοτέρου

συχνοτέρου
συχνός
long
masc/neut gen comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαβαρόνι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού κορακιού τού ευρασιατικού είδους Corvus frugilegus, συχνότερου εκπροσώπου τής οικογένειας corvidae, το οποίο έχει μήκος 45 εκατοστόμετρα και φτέρωμα μαύρο με ιριδίζουσες αποχρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χάβαρο + κατάλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”